- σεληνογράφος
- ο, η, Νεπιστήμονας που ασχολείται με την σεληνογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenographer (< selenography, βλ. λ. σεληνογραφία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek